ειρωνεία
Apparence
:
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien εἰρωνεία, eirôneía (« dissimulation, dissemblance »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ειρωνεία | οι | ειρωνείες |
Génitif | της | ειρωνείας | των | ειρωνειών |
Accusatif | τη(ν) | ειρωνεία | τις | ειρωνείες |
Vocatif | ειρωνεία | ειρωνείες |
ειρωνεία \i.ɾɔ.ˈni.a\ féminin
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ειρωνεία)