ερώτηση
Grec
Étymologie
- Du grec ancien ἐρώτησις, erôtêsis.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ερώτηση | οι | ερωτήσεις |
Génitif | της | ερώτησης ερωτήσεως |
των | ερωτήσεων |
Accusatif | τη(ν) | ερώτηση | τις | ερωτήσεις |
Vocatif | ερώτηση | ερωτήσεις |
ερώτηση, erótisi \ɛ.ˈɾɔ.ti.si\ féminin
Apparentés étymologiques
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ερώτηση)