Aller au contenu

θνητός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien θνητός, thnētós (« mortel »).

θνητός, thnitós \Prononciation ?\

  1. Mortel.
    • Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
      Tous les hommes sont mortels.

θνητός, thnitós \Prononciation ?\ masculin

  1. Mortel.
    • Στην ελληνική μυθολογία οι θεοί πολλές φορές συμπεριφέρονται σαν θνητοί.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (θνητός)
De θνῄσκω, thnếskô (« mourir »), apparenté à θάνατος, thánatos (« mort »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif θνητός θνητή θνητόν
vocatif θνητέ θνητή θνητόν
accusatif θνητόν θνητήν θνητόν
génitif θνητοῦ θνητῆς θνητοῦ
datif θνητ θνητ θνητ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif θνητώ θνητά θνητώ
vocatif θνητώ θνητά θνητώ
accusatif θνητώ θνητά θνητώ
génitif θνητοῖν θνηταῖν θνητοῖν
datif θνητοῖν θνηταῖν θνητοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif θνητοί θνηταί θνητά
vocatif θνητοί θνηταί θνητά
accusatif θνητούς θνητάς θνητά
génitif θνητῶν θνητῶν θνητῶν
datif θνητοῖς θνηταῖς θνητοῖς

θνητός, thnêtós *\tʰnɛː.ˈtos\

  1. Mortel.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif θνητος οἱ θνητοι τὼ θνητω
Vocatif θνητε θνητοι θνητω
Accusatif τὸν θνητον τοὺς θνητους τὼ θνητω
Génitif τοῦ θνητου τῶν θνητων τοῖν θνητοιν
Datif τῷ θνητ τοῖς θνητοις τοῖν θνητοιν

θνητός, thnêtós *\Prononciation ?\ masculin

  1. Mortel.
    • τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας,
      θνητοῖσι κλέψας ὤπασεν. — (Eschyle, Prométhée enchaîné)
      [Prométhée] t’a [à Héphaïstos] volé la splendeur du Feu qui crée tout, ta Fleur, et il l’a donnée aux mortels. — (traduction)

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]