κόμμα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien κόμμα, kómma (« coupure, césure »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | κόμμα | τα | κόμματα |
Génitif | του | κόμματος | των | κομμάτων |
Accusatif | το | κόμμα | τα | κόμματα |
Vocatif | κόμμα | κόμματα |
κόμμα, kómma \Prononciation ?\ neutre
- (Politique) Parti politique.
- Δεν είναι απλώς ένα υπερεθνικιστικό κόμμα, αλλά πρόκειται για ένα κόμμα-πολιτοφυλακή με αρχηγό στο πρότυπο του Φύρερ και αυστηρή ιεραρχία ολοκληρωτικού τύπου, του οποίου ο ακτιβισμός στρέφεται κατά των μεταναστών με βίαιο τρόπο. — (Η Καθημερινή, 14 septembre 2014)
- Ce n’est pas simplement un parti ultranationaliste, mais il s’agit d’un parti-milice avec un chef sur le modèle du Führer et une hiérarchie stricte de type totalitaire, et dont l’activiste est dirigé de manière violente contre les immigrés.
- Δεν είναι απλώς ένα υπερεθνικιστικό κόμμα, αλλά πρόκειται για ένα κόμμα-πολιτοφυλακή με αρχηγό στο πρότυπο του Φύρερ και αυστηρή ιεραρχία ολοκληρωτικού τύπου, του οποίου ο ακτιβισμός στρέφεται κατά των μεταναστών με βίαιο τρόπο. — (Η Καθημερινή, 14 septembre 2014)
- (Typographie) Virgule.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Prononciation
[modifier le wikicode]Homophones
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κόμμα)
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]κόμμα, kómma *\Prononciation ?\ neutre
- Frappe, marque frappée sur les monnaies.
- πονηροῦ κόμματος
- De mauvaise frappe, de mauvaise qualité.
- Monnaie.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- πονηροῦ κόμματος
- Césure, membre de la phrase.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Synonymes
[modifier le wikicode]- (Monnaie) νόμισμα
Dérivés
[modifier le wikicode]Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]Dérivés dans d’autres langues
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- « κόμμα », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage