σύνταξη
Grec
Étymologie
- Du grec ancien σύνταξις, sýntaxis.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | σύνταξη | οι | συντάξεις |
Génitif | της | σύνταξης συντάξεως |
των | συντάξεων |
Accusatif | τη(ν) | σύνταξη | τις | συντάξεις |
Vocatif | σύνταξη | συντάξεις |
σύνταξη (síndaxi) \ˈsin.da.ksi\ féminin
- Modèle:grammaire Syntaxe.
- H σωστή σύνταξη διδάσκεται με το μάθημα του συντακτικού
- Retraite, pension.
- Ο Κώστας βγήκε στη σύνταξη.
Apparentés étymologiques
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σύνταξη)