Aller au contenu

ελαιόδεντρο

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot composé de ελαία, eléa (« olive ») et de δέντρο, déndro (« arbre »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ελαιόδεντρο τα  ελαιόδεντρα
Génitif του  ελαιόδεντρου
ελαιοδέντρου
των  ελαιόδεντρων
ελαιοδέντρων
Accusatif το  ελαιόδεντρο τα  ελαιόδεντρα
Vocatif ελαιόδεντρο ελαιόδεντρα

ελαιόδεντρο, eleódendro \e.leˈo.ðen.dɾo\ neutre

  1. (Botanique) Olivier.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ελαιόδεντρο)