θεραπευτικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.

Grec[modifier le wikicode]

Étymologie[modifier le wikicode]

Du grec ancien.

Adjectif [modifier le wikicode]

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικός θεραπευτική θεραπευτικό
génitif θεραπευτικού θεραπευτικής θεραπευτικού
accusatif θεραπευτικό θεραπευτική θεραπευτικό
vocatif θεραπευτικέ θεραπευτική θεραπευτικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικοί θεραπευτικές θεραπευτικά
génitif θεραπευτικών θεραπευτικών θεραπευτικών
accusatif θεραπευτικούς θεραπευτικές θεραπευτικά
vocatif θεραπευτικοί θεραπευτικές θεραπευτικά

θεραπευτικός (therapevtikós) \θɛ.ɾa.pɛf.ti.ˈkɔs\

  1. Thérapeutique.

Grec ancien[modifier le wikicode]

Étymologie[modifier le wikicode]

De θεραπεύω, therapeúô (« prendre soin de », « servir », « être serviteur », « entourer de soins, de sollicitudes ») et -ικός, -ikós (« relatif à »).

Adjectif [modifier le wikicode]

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικός θεραπευτική θεραπευτικόν
vocatif θεραπευτικέ θεραπευτική θεραπευτικόν
accusatif θεραπευτικόν θεραπευτικήν θεραπευτικόν
génitif θεραπευτικοῦ θεραπευτικῆς θεραπευτικοῦ
datif θεραπευτικ θεραπευτικ θεραπευτικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικώ θεραπευτικά θεραπευτικώ
vocatif θεραπευτικώ θεραπευτικά θεραπευτικώ
accusatif θεραπευτικώ θεραπευτικά θεραπευτικώ
génitif θεραπευτικοῖν θεραπευτικαῖν θεραπευτικοῖν
datif θεραπευτικοῖν θεραπευτικαῖν θεραπευτικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif θεραπευτικοί θεραπευτικαί θεραπευτικά
vocatif θεραπευτικοί θεραπευτικαί θεραπευτικά
accusatif θεραπευτικούς θεραπευτικάς θεραπευτικά
génitif θεραπευτικῶν θεραπευτικῶν θεραπευτικῶν
datif θεραπευτικοῖς θεραπευτικαῖς θεραπευτικοῖς

θεραπευτικός, therapeutikós *\tʰe.ra.pe͜u.ti.ˈkos\ (Ancienne écriture : ϑεϱαϖευτιϰός)

  1. Attentif
  2. Serviable
  3. Curatif.